- ἐμπλήγδην
- ἐμ-πλήγδην (ἐμπλήσσω): at random, Od. 20.132†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εμπλήγδην — ἐμπλήγδην (Α) επίρρ. μανιωδώς, παράφορα … Dictionary of Greek
ἐμπλήγδην — madly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] … Dictionary of Greek